Πώς να μελετώ αποτελεσματικά


Τα  πέντε  βήματα  για  αποτελεσματικότερη  μελέτη

Μέθοδος  Προ-επι-με-σημ-επα

1. Προετοιμασία (Προ)

2. Επισκόπηση(Επι)

3. Μελέτη (Με)

4. Σημειώσεις (Σημ)

5. Επανάληψη (Επα)

Η όλη διαδικασία της μελέτης χωρίζεται σε πέντε βασικά μέρη. Το πρώτο στάδιο είναι η προετοιμασία, την οποία θα χωρίσουμε σε άλλα πέντε πολύ απλά στάδια

1. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

(α) Ξεφύλλισμα.

(β) Καθορισμός χρόνου μελέτης.

(γ) Καθορισμός ποσότητας.

(δ) Γνώσεις για το θέμα.

(α) Ξεφύλλισμα

Προτού κάνουμε οτιδήποτε άλλο, καλό είναι να ξεφυλλίσουμε το βιβλίο το οποίο θα μελετήσουμε. Αυτό θα γίνει όπως ακριβώς εξετάζουμε ένα βιβλίο το οποίο θα δανειστούμε από μια βιβλιοθήκη. Με άλλα λόγια θα ξεφυλλίσουμε στα γρήγορα το βιβλίο παίρνοντας έτσι μια γενική εικόνα για το τι περιέχει το βιβλίο. Είναι καλό επίσης να βλέπουμε λίγο πιο προσεκτικά το εξώφυλλο και αν υπάρχει μια σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο του βιβλίου, να τη διαβάζουμε.

Η λίστα των περιεχομένων είναι επίσης πολύ σημαντική. Τα περιεχόμενα θα σας δώσουν μια άριστη εικόνα, για το τι ακριβώς περιέχει το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας. Σας δίνει επίσης τον τρόπο που ο συγγραφέας έχει οργανώσει το βιβλίο με τα κεφάλαια και τους υπότιτλους.

Το ευρετήριο είναι τέλος ένα σημείο αναφοράς που δε θα πρέπει να παραλείπεται. Συνήθως βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου. Δυστυχώς πολλοί είναι οι μαθητές που ποτέ δεν έχουν ενοχληθεί να κοιτάξουν το ευρετήριο και μερικοί αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του. Αν δώσουμε ένα βιβλίο σε ένα μαθητή και τον ρωτήσουμε αν το βιβλίο περιέχει κάτι σχετικό με τη μνήμη του ανθρώπου, θα αρχίσει να ψάχνει στο βιβλίο για δέκα λεπτά, κοιτάζοντας τα διάφορα κεφάλαια. Θα μπορούσε όμως να χρησιμοποιήσει το ευρετήριο και να ανακαλύψει σε δέκα δευτερόλεπτα ότι τίποτα δεν υπάρχει στο βιβλίο αυτό σχετικό με τη μνήμη ή το αντίθετο.

(β) Καθορισμός Χρόνου

Προτού αρχίσουμε να μελετούμε ένα κεφάλαιο, ή κάποιο θέμα, θα πρέπει να καθορίσουμε το χρόνο που θα αφιερώσουμε σε αυτό. Ο χρόνος μας θα είναι πάντα περιορισμένος και αυτός είναι ακόμη ένας επιπρόσθετος παράγοντας για να καθορίσουμε πόσο χρόνο θα αφιερώσουμε σε κάθε θέμα.

Ο χρόνος αυτός θα πρέπει απαραίτητα να χωρίζεται σε περιόδους των είκοσι μέχρι σαράντα πέντε λεπτών, ανάλογα με τη δυσκολία του θέματος. Έτσι θα δίνουμε τον απαραίτητο χρόνο στο μυαλό μας να κατανοήσει και να εμβαθύνει στο θέμα. Ούτε όμως θα υπερβούμε τα όρια, ώστε να αρχίσει η μνήμη μας να εξασθενεί και να ξεχνάμε μεγάλο ποσοστό από αυτά που ήδη έχουμε διαβάσει (βλέπε κεφάλαιο και γραφική παράσταση για τη μνήμη). Μετά από μια περίοδο μελέτης, για παράδειγμα των τριάντα πέντε λεπτών, θα πρέπει απαραίτητα να γίνεται ένα μικρό διάλειμμα των πέντε περίπου λεπτών. Το διάλειμμα αυτό είναι σημαντικό για τρεις κυρίως λόγους.

1. Δίνει τον απαραίτητο χρόνο στο μυαλό μας να συνδέσει τα στοιχεία μεταξύ τους και ακόμη μεταξύ των στοιχείων που ήδη υπάρχουν στο μυαλό μας.

2. Επιτρέπει την καλύτερη δυνατή κατανόηση και ανάκληση των πληροφοριών που μελετάμε. Η μνήμη μας θα βρίσκεται στο καλύτερο δυνατό σημείο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και είμαστε έτσι έτοιμοι για το επόμενο μέρος.

3. Δίνει την ευκαιρία στο σώμα μας για φυσική ξεκούραση και ευκαιρία για ανάπαυση. Επιτρέπει έτσι στον εαυτό μας να ξεφύγει για λίγο από την ένταση και ξεκινάμε με νέες δυνάμεις.

Είναι σημαντικό λοιπόν να κατανοήσουμε ότι η διάρκεια που μπορούμε να συγκεντρωθούμε είναι περιορισμένη και άρα δεν θα πρέπει να μελετάμε χωρίς να κάνουμε τα απαραίτητα διαλείμματα. Είναι δε χαρακτηριστικό το παράδειγμα που θα δώσω πιο κάτω.

Έχετε αποφασίσει να μελετήσετε ένα θέμα για τρεις συνεχόμενες ώρες. Όμως στη διάρκεια των πρώτων σαράντα πέντε λεπτών δυσκολευτήκατε παρά το γεγονός ότι καταφέρατε να κάνετε πρόοδο. Στο σημείο αυτό καταλαβαίνετε ότι βελτιώνεται ο βαθμός κατανόησης του θέματος. Το ερώτημα τώρα είναι:

Θα κάνατε στο σημείο αυτό ένα διάλειμμα ή θα συνεχίζατε να μελετάτε με το νέο ρυθμό που έχετε αποκτήσει;

Περίπου ενενήντα τοις εκατό θα απαντούσαν ότι θα συνέχιζαν τη μελέτη του θέματος, αφού τα πράγματα είναι τώρα πιο εύκολα και το κείμενο έχει γίνει πιο κατανοητό.

Η καλύτερη όμως απάντηση είναι ότι θα πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Ο λόγος είναι ακριβώς η ποσότητα πληροφοριών που μπορούμε να ανακαλέσουμε σε μια περίοδο μελέτης. Όπως έχουμε δει και στο κεφάλαιο για τη μνήμη, αν μελετάμε συνεχώς και χωρίς διακοπή, μπορεί να κατανοούμε το τι διαβάζουμε, αλλά θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα να ανακαλέσουμε αυτά που έχουμε διαβάσει.

(γ) Καθορισμός Ποσότητας

Καθορίζοντας την ποσότητα της ύλης που θα μελετήσουμε έχουμε μπροστά μας ένα συγκεκριμένο στόχο. Αυτό από μόνο του επενεργεί θετικά στην προσπάθειά μας για μελέτη.

Όταν λέμε ότι θα πρέπει να καθορίσουμε την ποσότητα για μελέτη, εννοούμε ότι θα πρέπει να καθορίσουμε από ποια σελίδα θα αρχίσουμε και που θα τελειώσουμε. Έχουμε έτσι μπροστά μας ένα συγκεκριμένο και καθορισμένο στόχο, τον οποίο θα πρέπει να πετύχουμε. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγουμε την άσκοπη περιπλάνηση, το φόβου του άγνωστου και της μεγάλης ποσότητας για μελέτη. Είναι επίσης πολύ σημαντικό η ποσότητα που θα καθορίσουμε να είναι σε λογικά πλαίσια, ώστε να μπορούμε να την καλύψουμε στο χρόνο που θα διαθέσουμε. Προτού αρχίσετε να μελετάτε και αφού αποφασίσετε για την ποσότητα που θα μελετήσετε, μπορείτε να τοποθετήσετε ένα δείκτη στη σελίδα που θα σταματήσετε, ώστε να γνωρίζετε και οπτικά ότι προχωράτε συνεχώς προς την επίτευξη του στόχου σας. Αυτό θα αποτελέσει έναν οδηγό και ταυτόχρονα ένα σημείο αναφοράς, που θα μας βοηθήσει να συγκεντρωνόμαστε περισσότερο στο θέμα μας.

(δ) Γνώσεις που ήδη υπάρχουν για το θέμα που μελετάμε

Αφού αποφασίσουμε για την ποσότητα και το χρόνο που θα ξοδέψουμε, γράφουμε σε ένα χαρτί όσα γνωρίζουμε για το θέμα σε σύντομο χρόνο. Αφιερώνουμε περίπου δύο με τρία λεπτά για την άσκηση αυτή. Οι σημειώσεις μας θα πρέπει να είναι σύντομες και μονολεκτικές, όπου είναι δυνατό.

Βασικός σκοπός της άσκησης αυτής είναι να βελτιώσουμε τη συγκέντρωσή μας πάνω στο εξεταζόμενο θέμα και να αποφύγουμε την άσκοπη περιπλάνηση. Ξοδεύοντας τα δυο με τρία λεπτά σκεπτόμενοι πάνω στο θέμα μας, θα συντονιστούμε με το υλικό που αναφέρεται στο κείμενό μας και έτσι θα αποφύγουμε να σκεφτόμαστε οτιδήποτε άλλο άσχετο με το θέμα μας. Όταν γράφουμε τα στοιχεία που γνωρίζουμε για το εξεταζόμενο θέμα, δεν χρειάζεται να γράψουμε τα πάντα που γνωρίζουμε. Γι αυτό άλλωστε και έχουμε το χρονικό περιορισμό των δυο λεπτών, ώστε να καταφέρουμε να κατευθύνουμε το μυαλό προς τη σωστή κατεύθυνση.

Η άσκηση αυτή έχει και άλλα παρεμφερή πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα μας δίνει την ευκαιρία να θυμόμαστε και ταυτόχρονα να συνδέουμε τις γνώσεις που έχουμε για ένα συγκεκριμένο θέμα. Αυτό είναι πολύ χρήσιμο σε εξετάσεις ή σε ομιλίες που πιθανό να χρειαστεί να κάνουμε. Το βασικό όμως πλεονέκτημα είναι η συγκέντρωση της προσοχής μας στο συγκεκριμένο θέμα.

(ε) Ερωτήσεις

Αφού λοιπόν έχουμε καθορίσει το χρόνο που θα αφιερώσουμε, έχουμε καθορίσει την ποσότητα και έχουμε σκεφτεί για λίγο πάνω στο θέμα μας, το τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας είναι να αποφασίσουμε τι θέλουμε να πάρουμε από το κεφάλαιο που θα μελετήσουμε. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να καθορίσουμε τις ερωτήσεις που θα πρέπει να απαντήσουμε κατά τη διάρκεια της μελέτης μας.

Οι ερωτήσεις δίνουν σκοπό στη μελέτη μας, μας βοηθούν να διαβάζουμε χρησιμοποιώντας την κρίση μας και είμαστε συνεχώς σε επιφυλακή. Με τον τρόπο αυτό γινόμαστε ενεργοί ερευνητές αντί να είμαστε παθητικοί δέκτες.

Ο χρόνος επίσης, που θα αφιερώσουμε στις ερωτήσεις, δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα πέντε λεπτά. Ας μη ξεχνούμε ότι μπορούμε να προσθέσουμε ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της μελέτης μας.

Σχετικά με το θέμα αυτό έχει γίνει μια έρευνα σε δυο ομάδες από άτομα της ίδιας ηλικίας, με το ίδιο μορφωτικό επίπεδο και βαθμό αντίληψης. Κάθε ομάδα είχε να μελετήσει το ίδιο βιβλίο και τους είχε δοθεί αρκετός χρόνος.

Στην ομάδα Α είχανε πει ότι θα εξεταζόταν σ όλη την ύλη του βιβλίου και έτσι θα έπρεπε να μελετήσουν βάσει αυτού του γεγονότος.

Στην ομάδα Β είχανε πει ότι θα εξεταζόταν σε τρία βασικά θέματα, στα οποία αναφερόταν το βιβλίο και έτσι θα έπρεπε να μελετήσουν με βάση αυτό. Και οι δυο ομάδες στην πραγματικότητα εξετάστηκαν σε ολόκληρη την ύλη του βιβλίου.

Θα μπορούσε εδώ να σκεφτεί κάποιος ότι η ομάδα Β θα έγραφε καλύτερα στα θέματα που τους είχαν αναφέρει σαν τα βασικά, ενώ η άλλη ομάδα σε άλλα θέματα και ότι στο τέλος και οι δυο ομάδες θα έγραφαν περίπου το ίδιο.

Η δεύτερη όμως ομάδα όχι μόνο έγραψε καλά στα βασικά θέματα, αλλά πέτυχαν και πολύ ψηλότερους βαθμούς σε όλα τα ζητήματα της εξέτασης. Ο λόγος για αυτή την επιτυχία της ομάδας Β είναι ότι τα βασικά θέματα δούλεψαν σαν συνδετικοί κρίκοι και πάνω σε αυτούς προσάρμοζαν και συνέδεαν τα άλλα στοιχεία του βιβλίου.

Οι βασικές λοιπόν ερωτήσεις και στόχοι που θα πρέπει να υποβάλουμε στον εαυτό μας στο στάδιο αυτό, θα χρησιμοποιηθούν σαν συνδετικά κέντρα, πάνω στα οποία εύκολα οι άλλες πληροφορίες θα προσαρμοστούν. Οι ερωτήσεις θα πρέπει τέλος να είναι όσο το δυνατό πιο συγκεκριμένες και ακριβείς καθώς επίσης και οι στόχοι μας.

Στο στάδιο της προετοιμασίας λοιπόν θα πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε στα γρήγορα το θέμα μας χρησιμοποιώντας τα περιεχόμενα και το ευρετήριο. Αμέσως μετά θα πρέπει να καθορίσουμε το χρόνο που θα διαθέσουμε, περίπου 20 μέχρι 45 λεπτά και ταυτόχρονα την ποσότητα που θα διαβάσουμε. Στα επόμενα δυο λεπτά γράφουμε σε ένα χαρτί τις γνώσεις, που ήδη έχουμε για το θέμα. Τελευταία φάση της προετοιμασίας είναι ο καθορισμός των ερωτήσεων και οι στόχοι που έχουμε για το κείμενο που θα εξετάσουμε.

     2. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Ένα ενδιαφέρον σημείο για τα άτομα που μελετούν ένα βιβλίο ή ένα κεφάλαιο, είναι ότι αρχίζουν να διαβάζουν από την πρώτη σελίδα και συνεχίζουν μέχρι να φτάσουν στην τελευταία.

Αυτό θα έλεγα ότι δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος, για να μελετήσεις ένα θέμα, διότι έχει δυο πολύ σημαντικά μειονεκτήματα.

(α) Δεν έχουμε σχηματίσει μια έστω γενική εικόνα για το τι ακριβώς πρόκειται να διαβάσουμε.

(β) Προσπαθούμε να κτίσουμε το οικοδόμημά μας, να κατανοήσουμε δηλαδή το κείμενο, κτίζοντας μόνο από την πρώτη σελίδα και προχωρώντας βήμα προς βήμα.

Θα αναφέρω εδώ ένα ανάλογο παράδειγμα με τη μελέτη το γνωστό παιχνίδι πάζολ. Στο παιχνίδι αυτό, προσπαθούμε να ταιριάξουμε όλα τα μέρη ώστε να σχηματίσουμε στο τέλος την ολοκληρωμένη εικόνα του παιχνιδιού.

Το πρώτο βήμα στο παιχνίδι αυτό, το οποίο θα μας βοηθήσει και θα κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη, είναι να βρούμε όλα τα κομμάτια που ανήκουν στις γωνίες και αμέσως μετά τα κομμάτια που βρίσκονται γύρω γύρω. Το επόμενο βήμα είναι να βρούμε όλα τα κομμάτια που έχουν το ίδιο χρώμα και άρα ανήκουν στην ίδια περιοχή. Μετά, συνεχίζουμε τοποθετώντας τα διάφορα κομμάτια στη θέση τους. Αν τώρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, βρούμε ένα κομμάτι που δεν μπορούμε να το τοποθετήσουμε στη θέση του, γιατί έχουμε δυσκολίες, τότε δεν κολλάμε στο σημείο αυτό, αλλά το αφήνουμε στην άκρη και συνεχίζουμε με ένα άλλο κομμάτι. Έτσι στο τέλος και αφού έχει προχωρήσει για τα καλά η εικόνα του παιχνιδιού μας, είναι πολύ πιο εύκολο να τοποθετήσουμε τα "δύσκολα" κομμάτια στη σωστή τους θέση.

Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να κάνουμε και με τη μελέτη. Είναι σημαντικό λοιπόν, προτού αρχίσουμε τη λεπτομερή μελέτη του κεφαλαίου, να έχουμε μια αρκετά καλή ιδέα για το τι υπάρχει στο κεφάλαιο.

Η επισκόπηση του κεφαλαίου ακριβώς αυτό το στόχο έχει. Να δημιουργήσει δηλαδή μια αρκετά καλή εικόνα στο μυαλό μας για το τι υπάρχει μέσα στο κεφάλαιο αυτό.

Είναι πολύ σημαντικό κατά τη διάρκεια της επισκόπησης να χρησιμοποιούμε έναν οπτικό οδηγό, δηλαδή μια πέννα ή ένα μολύβι. Με τον τρόπο αυτό βοηθούμε τη μνήμη μας και ταυτόχρονα διαβάζουμε πιο γρήγορα και αποδοτικά.

Σημεία που θα πρέπει να προσέξουμε και να τονίσουμε κατά τη διάρκεια της επισκόπησης.

(α) Επαναλήψεις(Συνήθως βρίσκονται στο τέλος κάθε κεφαλαίου ή στο τέλος του βιβλίου)

(β) Φωτογραφίες - Εικόνες.

(γ) Πρώτη και τελευταία παράγραφος (Μπορούμε να βγάλουμε ένα καλό συμπέρασμα για το τι θα ακολουθήσει από την πρώτη παράγραφο και μπορούμε να πάρουμε το γενικό συμπέρασμα από την τελευταία).

(δ) Πίνακες.

(ε) Σημειώσεις στο περιθώριο.

(ζ) Λέξεις υπογραμμισμένες ή με κεφαλαία.

(η) Τίτλους και υπότιτλους.

(θ) Γραφικές παραστάσεις.

(ι) Στατιστικά στοιχεία.

3. ΜΕΛΕΤΗ

Στο σημείο αυτό κάνουμε αυτό που πολλοί αποκαλούν προσεκτικό διάβασμα. Αυτό το βήμα όμως, όπως έχει γίνει φανερό, δεν είναι το πρώτο βήμα αλλά το τρίτο στάδιο στη διαδικασία της μελέτης μας. Θα ήθελα εδώ να τονίσω ότι με το προσεκτικό διάβασμα εννοώ την ενεργό και κριτική μελέτη. Αυτό που θα κάνουμε δεν είναι να απορροφήσουμε τις λέξεις που υπάρχουν στο βιβλίο. Αντί αυτού θα πρέπει να ψάχνουμε για τις ιδέες πίσω από τις λέξεις, δηλαδή να σκεφτόμαστε αυτά που διαβάζουμε. Τις ιδέες αυτές, θα τις κρίνουμε και θα τις αντιπαραβάλουμε με άλλες, σύμφωνα με τις δικές μας εμπειρίες και τη δική μας λογική.

Η τέχνη της προσεκτικής μελέτης ενός κειμένου, θα μπορούσε να χωριστεί σε τρία μέρη:

(α) Να βρούμε τις βασικές ιδέες.

(β) Να πάρουμε τις σημαντικές λεπτομέρειες.

(γ) Να αξιολογήσουμε αυτό που διαβάζουμε.

(α) Οι βασικές ιδέες.

Μια από τις βασικότερες ερωτήσεις που θα πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας είναι: Ποια είναι η κεντρική ιδέα εδώ; Κεντρικές ιδέες μπορούμε να βρούμε σε διαφορετικά επίπεδα καθώς μελετάμε.

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα ένα βιβλίο. Το βιβλίο αυτό θα έχει προφανώς μια κεντρική ή βασική ιδέα, την οποία φυσικά μπορούμε να πάρουμε διαβάζοντας μόνο αυτό που υπάρχει στο πίσω μέρος του εξωφύλλου.

Κάθε κεφάλαιο τώρα θα έχει και αυτό τη δική του βασική ιδέα, η οποία φυσικά θα είναι λιγότερο γενική. Κάθε τμήμα του κεφαλαίου θα έχει επίσης τη δική του κεντρική ιδέα, αλλά σίγουρα πιο εξειδικευμένη. Τέλος κάθε παράγραφος του κεφαλαίου θα έχει τη δική της κεντρική ιδέα, η οποία θα είναι και η πλέον ειδική. Για να έχουμε μια καλή και ολοκληρωμένη εικόνα του βιβλίου το οποίο μελετάμε, θα πρέπει να πάρουμε όλες τις βασικές ιδέες κάθε επιπέδου.

(β) Οι σημαντικές λεπτομέρειες.

Τι ακριβώς είναι η σημαντική λεπτομέρεια; Είναι ένα ή πιο πολλά στοιχεία, που ξεκαθαρίζει ή υποστηρίζει την κεντρική ιδέα. Αυτό μπορεί να είναι ένα παράδειγμα, μια απόδειξη, μια εξήγηση ή μια εφαρμογή. Συνήθως σε κάθε κεντρική ιδέα υπάρχει και μια σημαντική λεπτομέρεια.

Αν τώρα δεν μπορούμε να βρούμε κάποιο στοιχείο, που να υποστηρίζει την κεντρική ιδέα μέσα από το κείμενο, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε μόνοι μας ένα παράδειγμα, που να υποστηρίζει την κεντρική ιδέα. Να μην ξεχνάμε ότι θυμόμαστε πιο εύκολα ένα παράδειγμα από δικές μας εμπειρίες.

Οι πιο πολλοί συγγραφείς μας βοηθούν με διάφορους τρόπους, ώστε να μπορούμε πιο εύκολα να βρούμε τις σημαντικές λεπτομέρειες.

Ένας από τους συνηθισμένους τρόπους είναι:

Οι υπογραμμίσεις.

Η χρήση κεφαλαίων.

Η χρήση έντονων γραμμάτων.

Λέξεις με διαφορετικό χρώμα.

Κείμενο που περικλείεται σε κουτί.

Αριθμημένες παράγραφοι, κ.λ.π.

(γ) Αξιολόγηση του κειμένου

Με την αξιολόγηση του κειμένου εννοούμε το πόσο καλά κατανοούμε το κείμενο. Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο καλά ταξινομούμε τις βασικές ιδέες και τις σημαντικές λεπτομέρειες, όταν διαβάζουμε. Εξαρτάται επίσης από την ικανότητα για αξιολόγηση αυτού που διαβάζουμε. Με αυτό εννοώ ότι θα πρέπει να είμαστε σκεφτόμενοι αναγνώστες. Δεν θα πρέπει να παίρνουμε οτιδήποτε διαβάζουμε σαν δεδομένο. Οι συγγραφείς μπορεί να γνωρίζουν περισσότερα από εμάς για το θέμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίζουν τα πάντα.

Εξετάζουμε λοιπόν κριτικά τα στοιχεία που δίνει ο συγγραφέας. Ψάχνουμε για περιορισμούς, εξαιρέσεις και αντιθέσεις.

Σταματάμε σε διάφορα σημεία και σκεφτόμαστε:

"Για στάσου, αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό¨ ή "μα αυτό δε συνάδει με αυτά που ανέφερε προηγουμένως" και ακόμη, "γιατί δεν ανέφεραν τίποτα για το θέμα".

Μελετάμε έτσι έχοντας κάποιες ερωτήσεις στο μυαλό μας, οι οποίες είναι κατά κανόνα κριτικές. Θα αναφέρω πιο κάτω μερικές από τις ερωτήσεις που μπορούμε να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας κατά τη διάρκεια της μελέτης.

Είναι τα γεγονότα, που αναφέρονται, συμπληρωμένα;

Είναι ικανοποιητικά με τα σημερινά δεδομένα;

Μπορούμε εύκολα να ξεχωρίσουμε τα γεγονότα από τη γνώμη του συγγραφέα;

Ποια ακριβώς είναι τα συμπεράσματα;

Ποια άλλα συμπεράσματα μπορούμε να εξαγάγουμε;

Μήπως χρειάζεται να βρούμε και άλλα στοιχεία, για να συμπληρώσουμε τις γνώσεις μας για το θέμα;

Τα στοιχεία, που γνώριζα μέχρι σήμερα, έρχονται σε αντίθεση με αυτά, που δίνει ο συγγραφέας;

       4. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Γιατί να κρατάμε σημειώσεις; Είναι απαραίτητες; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, που θέτουν μερικοί, είναι κατηγορηματική. Οι σημειώσεις είναι και απαραίτητες και αναγκαίες. Θα αναφέρω πιο κάτω τέσσερις βασικούς λόγους για τους οποίους χρειάζονται οι σημειώσεις.

(α) Για να οργανώσετε καλύτερα την εργασία σας και να μπορείτε εύκολα να κάνετε επαναλήψεις για τις εξετάσεις.

(β) Για να ξεκαθαρίσετε και να τακτοποιήσετε τις ιδέες σας πάνω στο θέμα.

(γ) Για να σιγουρευτείτε ότι είστε συνεχώς συγκεντρωμένοι σε αυτό που μελετάτε.

(δ) Για να μελετάτε ενεργά και όχι παθητικά.

Θα διαχωρίσω τώρα τις σημειώσεις σε δυο είδη:

           (i) Τις σημειώσεις που δημιουργούμε γράφοντας στο ίδιο το βιβλίο.

(ii) Τις σημειώσεις που κρατάμε σε ξεχωριστό χαρτί.

Σημειώσεις στο ίδιο το κείμενο

Αν το βιβλίο δεν είναι τόσο πολύτιμο, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε για σκοπούς σημειώσεων ακόμη και διαφορετικά χρώματα. Αν τώρα το βιβλίο είναι πολύτιμο(που είναι και η συνηθισμένη περίπτωση), τότε χρησιμοποιήστε μολύβι, ώστε να μπορείτε αργότερα να διαγράψετε αυτά που έχετε σημειώσει.

Για να σημειώνετε στο βιβλίο, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε διαφορετικούς τρόπους, ώστε να σας θυμίζουν αργότερα τα σημαντικά στοιχεία, που θα θέλατε να επαναλάβετε.

Υπογραμμίστε λέξεις ή και προτάσεις ακόμα, που έχετε εντοπίσει ως σημαντικές.

Χρησιμοποιήστε κατακόρυφες γραμμές στο περιθώριο για να τονίσετε παραγράφους ή ολόκληρες προτάσεις.

Τοποθετήστε ερωτηματικό σε κάποιο σημείο, που χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση ή υπάρχει απορία.

Το θαυμαστικό επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να τονίσετε τα σημεία που ξεχωρίζουν.

Τέλος μπορείτε να χρησιμοποιήσετε οποιοδήποτε άλλο σύμβολο ή κώδικα που εσείς νομίζετε ότι θα βοηθήσει αργότερα σε μια επανάληψη του κειμένου.

Δικές σας σημειώσεις

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο κεφάλαιο για τις σημειώσεις, υπάρχουν τρεις τρόποι για να κρατάμε σημειώσεις.

(α) Γραμμικές σημειώσεις.

(β) Σκελετός περιεχομένων.

(γ) Δυναμικό διάγραμμα.

Ο τρόπος που θα χρησιμοποιήσουμε εξαρτάται από το κείμενο που μελετάμε, το βαθμό δυσκολίας του και το σκοπό για τον οποίο το μελετάμε. Θα έλεγα ότι συνήθως, όταν μελετάμε και προετοιμαζόμαστε για εξετάσεις, η χρήση της μεθόδου του σκελετού είναι αρκετά χρήσιμη, χωρίς όμως αυτό να αποκλείει τη χρήση άλλων μεθόδων.

Η χρήση επίσης του δυναμικού διαγράμματος είναι μια πολύ καλή μέθοδος, που έχει το πλεονέκτημα ότι δεν αφιερώνουμε πολύ χρόνο στο να γράφουμε και ταυτόχρονα είναι εύκολο να γίνει μια σύντομη επανάληψη.

Όπως όμως όλοι γνωρίζουμε, οι πιο πολλοί μαθητές χρησιμοποιούν τις γραμμικές σημειώσεις. Αν επιμένετε να τις χρησιμοποιείτε, διότι έχετε συνηθίσει, τότε προσπαθήστε να κάνετε το εξής.

Χωρίστε τη σελίδα σας σε δυο στήλες με την αριστερή στήλη να είναι το ένα τρίτο της άλλης. Στη στήλη αυτή γράφετε τις λέξεις κλειδιά και υπογραμμίζετε τις λέξεις αυτές. Στη δεξιά τώρα στήλη, όπου υπάρχει και περισσότερος χώρος, γράφετε πιο αναλυτικά τις λεπτομέρειες των σημειώσεων σας, επεξηγώντας έτσι και τις λέξεις που έχετε γράψει στην αριστερή στήλη. Πολλές είναι οι περιπτώσεις όπου στην αριστερή στήλη γράφουμε τους τίτλους και υπότιτλους ή τις βασικές ιδέες του κειμένου και στη δεξιά πλευρά τις σημαντικές λεπτομέρειες που έχουμε εντοπίσει στο κείμενο. Με τον τρόπο αυτό έχουμε ένα συνδυασμό του σκελετού με τη γραμμική μέθοδο.

 

Βασικές ιδέες

Επεξηγήσεις για τις βασικές ιδέες που βρίσκονται στα αριστερά. Υπογραμμίζετε επίσης αυτά που θέλετε να τονίσετε.

Μην ξεχνάτε ότι οι σημειώσεις θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο σύντομες και περιεκτικές. Ο μόνος τρόπος για να κρίνετε τις σημειώσεις σας είναι, να εξετάσετε πόσο καλά εξυπηρετούν το σκοπό, για τον οποίο έχουν γραφτεί.

      5. ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ

Το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας για σωστή μελέτη είναι η επανάληψη. Το στάδιο αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο και απαραίτητο, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που το παραλείπουν ή το θεωρούν ασήμαντο. Θα έλεγα ότι το στάδιο αυτό έχει τεράστια σημασία, διότι μας δίνει την ευκαιρία να επαναλάβουμε τα όσα έχουμε διαβάσει. Το βασικότερο όμως είναι το γεγονός ότι με την επανάληψη βοηθάμε τη μνήμη μας να διατηρεί την ικανότητα για ανάκληση των πληροφοριών σε ψηλά επίπεδα. Όπως έχουμε τονίσει και στο κεφαλαίο για τις επαναλήψεις, η μνήμη μας δεν αρχίζει να εξασθενεί αμέσως μετά από μια διαδικασία μάθησης, αλλά ανεβαίνει για λίγο σε ψηλότερα επίπεδα και μετά αρχίζει να εξασθενεί.

Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι τη στιγμή που η μνήμη μας συγκρατεί τα πιο πολλά στοιχεία, που βρίσκεται δηλαδή στο πιο ψηλό σημείο, να κάνουμε την επανάληψή μας. Με τον τρόπο αυτό θα κρατήσουμε την ανάκληση των πληροφοριών σε ψηλά επίπεδα για ακόμη μια δυο μέρες. Τότε θα γίνει η δεύτερη επανάληψη και θα ακολουθήσει η τρίτη σε μια εβδομάδα. Τέλος σε ένα περίπου μήνα θα πρέπει να κάνουμε την τελευταία μας επανάληψη και τότε τα στοιχεία θα περάσουν στη μνήμη μακράς διαρκείας.